ανεμόμετρο

ανεμόμετρο
το
όργανο για τη μέτρηση της ταχύτητας ή της έντασης του ανέμου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ανεμόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της ταχύτητας του ανέμου. Αποτελείται από έναν τροχό σε σχήμα έλικα με λοξά πτερύγια ή από τρία ή τέσσερα ημισφαιρικά κύπελλα και ένα στροφόμετρο. O άνεμος κάνει τη συσκευή αυτή να περιστρέφεται και η ταχύτητά του… …   Dictionary of Greek

  • άνεμος — ο (AM ἄνεμος) 1. ρεύμα αέρα που προκαλείται απο φυσικά αίτια, βίαιη μετακίνηση του αέρα προς μια κατεύθυνση 2. μτφ. άσκοπη ασχολία, ματαιοπονία, ματαιότητα μσν. νεοελλ. (κατ’ ευφημισμό) διάβολος, δαίμονας νεοελλ. φρ. «πάει κατ’ ανέμου» ή «πάει τ’ …   Dictionary of Greek

  • μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… …   Dictionary of Greek

  • Σοσίρ — (Saussure). Επώνυμο δύο Ελβετών επιστημόνων. 1. Οράτιος Βενέδικτος ντε (1740 – 1799). Φυσιολόγος. Ανάλαβε μια σειρά επιστημονικά ταξίδια στις Άλπεις και πήρε μέρος σε δυο αναρριχήσεις στο Λευκό Όρος. Σε όλες τις περιπτώσεις έκανε πολλές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”